- ξαναπουλώ
- (α) μετ.1) продавать снова; 2) перепродавать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξαναπουλώ — (Μ ξαναπουλῶ, άω) 1. πουλώ ξανά 2. μεταπωλώ … Dictionary of Greek
αναπωλώ — (Α ἀναπωλῶ, έω) πουλώ εκ νέου, ξαναπουλώ … Dictionary of Greek
μεταπιπράσκω — (Α) πωλώ πάλι ή έπειτα, μεταπουλώ ή ξαναπουλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πιπράσκω «πουλώ»] … Dictionary of Greek